- απομάζωμα
- το (чаще πλ. )1) отбросы, мусор; объедки; 2) перен. сброд
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
απομάζωμα — το, ατος και συνηθέστ. στον πληθ., απομαζώματα, τα σκουπίδια μαζεμένα για να πεταχτούν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)